φασκελοκουκουλώνω
Смотреть что такое "φασκελοκουκουλώνω" в других словарях:
φασκελοκουκουλώνω — Ν φασκελώνω έντονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φασκελώνω + κουκουλώνω] … Dictionary of Greek
φασκελοκουκουλώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, φασκελώνω (βλ. λ.) με πάθος, με δύναμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)